Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
03-02-2023 17:09
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Ανατρεπτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά
Ο Στράτος Μαύρος, ο ξεχωριστός μετριοπαθής χαρακτήρας που γνωρίσαμε στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας με τον τίτλο Drifter, κρύβεται στο χωριό του πατέρα του κι ετοιμάζει την εκδίκησή του για όσα υπέστη στο προηγούμενο μυθιστόρημα. Μόνο που και πάλι απρόσμενες εξελίξεις θα αλλάξουν τα σχέδιά του και ίσως τον κάνουν ακόμη πιο σκληρό απ’ όσο θα ήθελε ή απ’ όσο θα περίμενε. Θα καταφέρει να πάρει το αίμα του πίσω για την κοροϊδία που υπέστη; Τι απέγιναν οι άνθρωποι που τον εκμεταλλεύτηκαν και πόσο εύκολο είναι να εντοπίσει και να τιμωρήσει όποιον κρύβεται πίσω από όλα αυτά;
Το δεύτερο βιβλίο της ξεχωριστής τριλογίας Drifter ξεδιπλώνει την εκδίκηση που καταστρώνει ο Στράτος Μαύρος κατά όσων τον εκμεταλλεύτηκαν στο «Χέρι του Νεκρού: «…σαν κατά συνθήκη κυνηγός μιας καθυστερημένης εκδίκησης, σαν καιροσκόπος αντιήρωας που γράφει τον επίλογο μιας θλιβερής οικογενειακής ιστορίας» (σελ. 23). Παραδέχεται πως: «…δεν είχα κανένα ξεκάθαρο σχέδιο το μυαλό μου, μόνο κακές σκέψεις για όλους εκείνους τους μαλάκες» (σελ. 26). Από τον Αύγουστο του 2017 στο πρώτο βιβλίο πλέον είμαστε στον Φεβρουάριο του 2018. Τα κύρια πρόσωπα έχουν μπει στις σωστές θέσεις, κάποια τιμωρήθηκαν, κάποια όχι, η πρωτοβουλία του Στράτου έφερε σε δύσκολη θέση τον δολοφόνο του Μάνου Αντωνίου και τώρα πρέπει να κλείσουν τον τελευταίο λογαριασμό. Ο Στράτος κρύβεται με καινούργια ταυτότητα σ’ ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας και μένει στο σπίτι που του ενοικιάζει ο ηλικιωμένος Γιάννης Χάλαρης ενώ παρουσιάστηκε στους ντόπιους ως συμμαθητής του νεκρού Μαύρου που ήρθε για να ψάξει στο παρελθόν του φίλου του για μια καλή ιστορία. Είναι ο τόπος καταγωγής του πατέρα του, ένα μέρος με «στραβοπόδαρες μαυροφορούσες, καφενόβιους συνταξιούχους και αυτοκίνητα που τα οδηγούσαν αλλήθωροι αγρότες» (σελ. 28) αλλά ήρθε η ώρα που πρέπει ο πρωταγωνιστής να πάρει αποφάσεις οι οποίες θα κρίνουν τις ζωές ανθρώπων πέρα από τη δική του. Ο ευρύτερος κόσμος ξέρει πως πέθανε, κάποιοι από αυτούς που τον έφεραν σε αυτό το σημείο έχουν συλληφθεί και κάποιοι τον αναζητούν, τώρα έρχεται και η Άννα για να μπει το τελευταίο κομμάτι του παζλ. Οι δυο τους, εκείνη αποφασισμένη να χτυπήσει έναν πανίσχυρο εχθρό, στα χέρια του οποίου πέρασε τις χειρότερες μέρες της ζωής της, κι εκείνος αφοσιωμένος στον εντοπισμό του δολοφόνου του πατέρα του, κάνουν ένα ιδιαίτερο ντουέτο. Δεν αναζητά όμως μόνο ο Στράτος εκδίκηση αλλά κι αυτοί που εξακολουθούν να τον κυνηγάνε, έχοντας γλυτώσει από την τσιμπίδα της αστυνομίας.
Ο κυρ Γιάννης ζει με τον γιο του, τον Μιχάλη αλλά είχε χάσει κι ένα μικρότερο παιδί, για το οποίο δε μιλάει σχεδόν καθόλου. Ο Συμεών πέθανε ξαφνικά σε εργατικό ατύχημα κι από τότε ο πατέρας του αργοσβήνει. Ο κυρ Γιάννης έχει και το μοναδικό βιβλιοπωλείο του χωριού, το οποίο κατά καιρούς κρατάει μετά χαράς ο Στράτος, οπότε ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί σε βιβλία που έχουν χαράξει τη δική τους πορεία, όπως το Νάδα του Μανσέτ ή το Θα φτύσω στους τάφους σας («Τον χτύπησα στον ώμο φιλικά, του είπα να το κρύψει απ’ τη μαμά του γιατί σιγά μην καταλάβαινε και του ‘πα ότι αρκούσε που σε λίγο καιρό θα καταλάβαινε ο ίδιος», σελ. 37). Ταυτόχρονα, ο πρώην αστυνόμος Κώστας Πρίαμος έχει απαχθεί και ανακρίνεται με βάναυσο τρόπο γιατί με τη συμπεριφορά του έμπλεξε κάποιον που δεν έπρεπε. Η συμμετοχή του στο παιχνίδι που στήθηκε είναι πολύ μεγάλη, μόνο που έχει ακόμη απορίες για πολλές από τις λεπτομέρειες που πήγαν εντελώς στραβά σε σύγκριση με το πλάνο που είχε καταστρωθεί. Ο δολοφόνος του πατέρα του Στράτου, ένας επιφανής επιχειρηματίας με βίλα φυλακισμένων γυναικών, μια μυστηριώδης γυναίκα και δύο μπράβοι σφίγγουν συστηματικά τον κλοιό γύρω από τον Στράτο όσο γύρω του εξακολουθούν να περιφέρονται χαρακτήρες που γνωρίσαμε στο προηγούμενο μυθιστόρημα, όπως η Ξένια Παπαγεωργίου που έρχεται από τις φυλακές Ελεώνα στην Αθήνα για την κατάθεση στον εισαγγελέα και ο δημοσιογράφος Ορέστης Λάμπρου που, με την εξαφάνιση του Πρίαμου, έχει χάσει τις άκρες του με την αστυνομία. Η πλοκή κλιμακώνεται ξανά από κεφάλαιο σε κεφάλαιο κι ό,τι ξεκινάει ως καλογραμμένη και στρωμένη ιστορία εκδίκησης μετατρέπεται σε καρμανιόλα και λουτρό αίματος, οπότε δεν υπάρχει πλέον ούτε σωτηρία ούτε επιστροφή κι ένας μαινόμενος ταύρος καταφεύγει στη σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα του.
Σε αυτό το μυθιστόρημα γνωρίζουμε λίγο καλύτερα τον ανερχόμενο Ηλία Μακρή, την οικογένειά του, τις δοσοληψίες του με τον επιχειρηματία Φραγκίσκο Φόκαρη, η εμπιστοσύνη του οποίου τον βάζει σε σκέψεις, γιατί δε νιώθει πως έχει τις κατάλληλες δεξιότητες για να του δώσει ο Φόκαρης πρόσβαση στις ημιπαράνομες δραστηριότητές του, επομένως η σχέση του επιχειρηματία με τον πατέρα του είναι η πιο πιστευτή δικαιολογία. Πλέον νιώθει πως η θέση του αντιδημάρχου είναι στα χέρια του χάρη στη δύναμη και τις επαφές του Φόκαρη: «…όλη εκείνη η εμπιστοσύνη του επιχειρηματία τον φόρτωνε επικίνδυνα, τον φόρτωνε με αμαρτίες, με οικονομικές παρασπονδίες, με ποινικές κατηγορίες, έτσι όπως φορτώνονται κάποια σαπιοκάραβα ακριβώς πριν οδηγηθούν σε προμελετημένα ναυάγια…» (σελ. 85). Και να που σταδιακά και παρά τη θέλησή του αρχίζει να μπλέκεται όλο και περισσότερο στην αναζήτηση του Στράτου, κάνοντας συμφωνίες με τον διάβολο, τον μπράβο του Φόκαρη. Μαζί του έπαθα κι εγώ σοκ από τις ωμές και ρεαλιστικά ανατριχιαστικές περιγραφές των μοντέρνων δημοπρασιών γυναικών που κακοποιούνται από σύγχρονους δουλέμπορους και ξεπουλιούνται σε υψηλές τιμές για να βρεθούν στα χέρια άλλων αδίστακτων ανθρωπόμορφων τεράτων. Προσέξτε πώς στήνει και πώς καταγράφει ο συγγραφέας τη φρικτή εκείνη νύχτα και με πόσο ταλέντο καταφέρνει μέσα σε μόλις δύο σελίδες (127-128) να δείξει τις έντονες αντιθέσεις που κυριαρχούν στη σκηνή: πλούσια και όμορφη γυναίκα, η ματρόνα Λίζα, περιφέρεται ανάμεσα στο εμπόρευμά της με χαρά, υπολογισμό κερδών και αισιοδοξία όσο οι αιχμάλωτες κοπέλες ουρλιάζουν από τρόμο για την επερχόμενη φρίκη.
Τόπος δράσης και πάλι η Αθήνα, με έμφαση στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου και τις εγκαταστάσεις της, περιοχές που ζωντανεύουν με τέτοιο τρόπο που ένιωθα πως τα πάντα εξελίσσονταν μπροστά στα μάτια μου. Η γραφή παραμένει καλή, έχει ρεαλισμό, καθώς και ενδιαφέρουσες παρομοιώσεις και μεταφορές («…πυκνοί καπνοί έκαναν τις καμινάδες των χαμηλών σπιτιών να μοιάζουν με φουγάρα πλοίων που έχουν βρεθεί σε θαλάσσιο μποτιλιάρισμα», σελ. 24), ακόμη και χιούμορ: «…και πού και πού κάποια υπέροχη νεαρά, που τα μεσημέρια συνήθιζε να στοχάζεται την ερχόμενη εξεταστική, βάφοντας τα νύχια των ποδιών πάνω στις σημειώσεις της» (σελ. 247). Η πλοκή είναι γεμάτη εκπλήξεις, τίποτα δεν γίνεται όπως αναμένουμε ή όπως θα ήθελαν οι ήρωες του βιβλίου, απρόσμενοι σύμμαχοι προκύπτουν στην πορεία, φαινομενικά άσχετες ιστορίες κουμπώνουν άψογα στον κορμό της κεντρικής, αστυνομία που ακροβατεί ανάμεσα στο καθήκον και στις εντολές άνωθεν, χαριτωμένα Τζακ Ράσελ με ρόλο έκπληξη, αθώοι περαστικοί, όλα συγκροτούν ένα γεμάτο δράση, αλήθειες και εκπλήξεις μυθιστόρημα που με άφησε με κομμένη ανάσα.
Η «Καρμανιόλα» είναι ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή έναν μέσο άνθρωπο που τον έμπλεξαν σε σκευωρία και τώρα αντεπιτίθεται, ξυπνώντας με τις πράξεις του μια δύναμη απρόβλεπτη που κανείς δεν ξέρει πώς θα καταλήξει. Κατά βάθος όμως φοβάται, αυτό που πραγματικά θέλει είναι να κλείσουν οι πληγές, να τελειώσουν όλα αυτά και να μην τον καταδιώκει κανείς. Να όμως που μετά την καρμανιόλα, το σημείο καμπής της πλοκής, ο Μαύρος, χωρίς πλέον να τον νοιάζει το δίκαιο και το άδικο, αδιάφορος πλέον για τις στρατηγικές κινήσεις, χωρίς διπλωματία, θα ξαμοληθεί χωρίς λογική και όριο να εκδικηθεί για τα ακόμη χειρότερα που συμβαίνουν. Ένας κατά συνθήκη παραβατικός, ένας αφελής περιθωριακός που παρακολουθεί τον κόσμο να αλλάζει και να αποκτηνώνεται κι όμως τον αγαπάς και παρακολουθείς προσεκτικά κάθε του βήμα, αγωνιώντας για το νέο παιχνίδι που στήνεται εις βάρος του όσο το λουτρό αίματος θα κλείσει οριστικά τις εκκρεμότητες, μόνο και μόνο για να δημιουργήσει καινούργιες. Απόλυτα συνδεδεμένο με το πρώτο βιβλίο της σειράς, ερωτήματα που απαντώνται για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε καινούργια, πράξεις και αντίποινα, δράση και αντίδραση κι όλα επιτέλους ολοκληρώνονται στο τελευταίο κεφάλαιο. Ή μήπως όχι;
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι