Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
03-06-2025 09:47
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Ανατρεπτικό, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά
Δημήτρης Παπαχρήστος-Ο αερόστατος-εκδόσεις Τόπος
Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Τον Δημήτρη Παπαχρήστο οι περισσότεροι τον γνωρίζουμε από το 1973 που ήταν εκφωνητής στον ραδιοσταθμό του Πολυτεχνείου. Όσοι δεν θέλουν να τον γνωρίζουν είναι αυτοί που απαξιώνουν το έπος, τους αγώνες των φοιτητών για την ανατροπή της χούντας και δεν πιστεύουν πως υπήρχαν θύματα. Αρθρογράφησε σε εφημερίδες και υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Πολίτες. Το ραδιόφωνο σημάδεψε τη ζωή του. Για χρόνια ραδιοφωνικός παραγωγός σε Flash, Σκάι, Κανάλι 15, ΕΡΑ και στην ΕΡΤ OPEN μετά το μαύρο. Έχει κάνει ντοκιμαντέρ πολιτικού, ιστορικού και οικολογικού περιεχομένου. Ταξίδεψε πολύ. Έχει εκδώσει είκοσι ένα βιβλία και έχουν παιχτεί με μεγάλη επιτυχία θεατρικά του έργα. Ζει στα Εξάρχεια από το 1968 και πιστεύει πως «η μνήμη θέλει καλλιέργεια για να μη γίνει χέρσο χωράφι, είναι η ίδια μας η ύπαρξη και αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας...».
...και νάρχεται η µνήµη ολοζώντανη και ο νους να γίνεται φωτεινή οθόνη, να προβάλλει εικόνες και στιγµές που κρατήσανε για πάντα.
«Ο Αερόστατος» είναι το τρίτο του βιβλίο που διαβάζω μετά τα «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε» και το «Αχ μουρλοσκοτωμένο», αυτοβιογραφικά κι αυτά, όπως το παρόν, από τις εκδόσεις Τόπος. Είναι μια βαθιά πολιτική αφήγηση που αντλεί έμπνευση από τις γειτονιές της Αθήνας και τις ανθρώπινες ιστορίες που τις διατρέχουν. Συνδέει το παρόν με το παρελθόν, φωτίζει τις αθέατες πλευρές της κοινωνίας μας, μας γεμίζει νοσταλγία, δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, μας μπολιάζει με συναισθηματική φόρτιση και κοινωνική ευαισθησία, προσφέροντας μας μια στοχαστική ματιά στην καθημερινότητα και την ιστορική μνήμη. Και σ’ αυτό το βιβλίο ο Δημήτρης Παπαχρήστος, θαρρείς πως θέλει να προλάβει να τα διηγηθεί όλα για την πολυκύμαντη ζωή του, δεν επαναλαμβάνεται και μας πισωγυρίζει στον χρόνο. Το τότε και το τώρα. Η γραφή γίνεται τελετουργία ανάκλησης: το παλιό σώμα συναντά το σημερινό, η φωνή του παιδιού αντηχεί μέσα στο στόμα του ενηλίκου, και κάτι από τη σιωπή μετατρέπεται σε ψίθυρο. Ο Φαέθοντας ο ήρωάς του, προφανώς είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως υποψιάζομαι από το βιβλίο του,ήταν ζωηρός και ζόρικος από µικρό παιδί. Τον έτρωγε ο δαίµονας. Έκανε τη δικιά του «έφοδο στον ουρανό», γαντζωμένος σε ένα αερόστατο, κι από τότε του έµεινε το παραγκώµι «Ο Αερόστατος». Γράφει σελίδα 17: Ο Φαέθοντας μόλις τελείωσε το σχολείο, για να μη φυλάει πρόβατα και οργώνει με το άλογο χωράφια, όπως τον απειλούσε ο πατέρας του, πέτυχε στις πανελλήνιες εξετάσεις και βρέθηκε να σπουδάζει στην Αθήνα, στην Ανωτάτη Εμπορική, μόλις η χούντα είχε μπει στο πρώτο έτος της. Εισήλθε σε ένα άλλο κόσμο, του φόβου, των απαγορεύσεων και της τρομοκρατίας που δεν τα είχε νιώσει στο χωριό του». Το ζοριλίκι του έγινε θάρρος, τόλµη και πίστη στην ελευθερία. Ζώντας στο κέντρο της Αθήνας, έµαθε την ιστορία της, δέθηκε µε τους ενεργούς πολίτες της, πάλεψε µαζί τους για να αποτραπεί η επερχόµενη µετάλλαξη, το ξεπούληµα και η καταστροφή της γειτονιάς του, της χώρας ολόκληρης. Μεγαλώνοντας δεν έπαψε να ονειροβατεί αλλά και να ψάχνει τον κρυφό τόπο, εκείνον όπου η απιστία γίνεται πίστη στον έρωτα και στη ζωή, η ήττα γίνεται νίκη•καθότι γνωρίζει πως πάντα το παιχνίδι κερδίζει και ο έρωτας κι όταν χάνει βγαίνει κερδισµένος. Ο συγγραφέας, έχοντας ως παρακαταθήκη την κραυγή του πατέρα του «Το καίω, δεν το παραδίνω», πασχίζει να φωτίσει τα σκοτάδια που απλώνονται γύρω µας φανερά αλλά και τα τείχη που ανεπαισθήτως υψώνει ο καταναλωτικός πολιτισµός της βαρβαρότητας.
Παίρνει από το χέρι τον αναγνώστη/αναγνώστρια και τους περπατά στο χωριό του από όπου ξεκίνησε. Μας ταξιδεύει μετά στην Αθήνα όπου μιλά για τη ντοπιολαλιά και τους ιδιωματισμούς του τόπου του που ψιλοντρεπόταν στην αρχή για την προφορά του αλλά μετά γράφοντας ένιωσε περήφανος. Αυτό το νιώσαμε όλοι σχεδόν που κάναμε τούτη τη μετάβαση. Μας συστήνει τους φίλους του Αντώνη και Γιώργο όπου μαζί ξετυλίγουν τη μνήμη, αλλά και συζητούν για τα επίκαιρα. Μαζί ξετυλίγουν τα γεγονότα όπως του Μάη του 68, του Βιετνάμ, της Πολιτιστικής επανάστασης, της κομμούνας του Παρισιού, του Πολυτεχνείου, της Κύπρου και πολλά άλλα. Άλλωστε «ο έρωτας είναι μια δύναμη επαναστατική του ανθρώπου που μπορεί να θανατώσει τον θάνατο όπως ακούστηκε τον Μάη του 68» όπως γράφει στη σελίδα 9 Και για την παρανομία: «Το ένα τέταρτο-πέμπτο της δισυπόστατης ύπαρξης μας το ζήσαμε μέσα στη ψευδόμενη αλήθεια και το περάσαμε στην παρανομία, καθότι την κάνει πιο νόστιμη» Ενώ στη σελίδα 27 γράφει πως: «Η κάθε στιγμή είναι μια υπέροχη ευκαιρία φτάνει να θέλεις και να πιστεύεις για νέες ήττες, για νέες συντριβές, για όσα ποθείς μονάχα να αξίζει να παλεύεις. Ποτέ δεν είναι αργά. Μην πει κανείς ποτέ, ποτέ»
Δεν λείπουν οι οικολογικοί και πολιτικοί προβληματισμοί στις συζητήσεις του όπως για τις υποθηκεύσεις στεριάς, θάλασσας, των ζωών μας, του οξυγόνου μας. Για τα μνημόνια που θα πληρώνουν και τα εγγόνια μας. Για τα πετρέλαια που βρωμίζουν τις θάλασσες και δεν θα μπορούν να σταθούν πουθενά, για τα φωτοβολταικά που βάζουν στα γόνιμα χωράφια, τις ανεμογεννήτριες. «Παράγουν σκουπίδια να γίνουμε κι εμείς σκουπίδια θέλουν. Μια απέραντη χαβούζα γινόμαστε» σελ. 42.Ποταμός αναμνήσεων η γραφή του, μας παρασέρνει και δεν καταλαβαίνουμε πόσο γρήγορα φτάνουμε στην τελευταία του σελίδα. Ο Ελύτης, ο Ιάμβλιχος, ο Καίρης, ο Νίκος Καρούζος, συνυπάρχουν μέσα στον «Αερόστατο». Τα γνωστά στέκια των Εξαρχείων, που πέρασα κι εγώ από εκεί και τα νοστάλγησα, όπως του μπαρμπα-Γιάννη, το Νταντά, η Μουριά, το Αχ Βαχ, το Καλλιδρόμιο, είναι τα στέκια που έχουν γράψει ολόκληρη ιστορία. Τα Εξάρχεια του Παλαμά, του Σουρή, του Λαπαθιώτη, τα Επέκεινα του Άσημου, της Γώγου, του Σκούρτη, της Αρλέτας, του Ξαρχάκου.… Μας μεταφέρει όμως και στο σήμερα και μας δίνει τη θλιβερή εικόνα της γειτονιάς που πάντα θα τη θυμόμαστε με αγάπη. Κάποιοι επιμένουν εδώ και χρόνια να σβήσουν από τη συλλογική μνήμη τα Εξάρχεια, ως περιοχή ναρκομανών και αναρχικών που κάνουν φασαρίες. Οι ενεργοί πολίτες αντιστέκονται στην περικυκλωμένη με λαμαρίνες και αγκαθωτά σύρματα πλατεία για να γίνει το μετρό αλλά και για τον λόφο του Στρέφη. Τώρα αλλάζουν χέρια. Περνούν στα σιωνιστικά funds και γίνονται BRB. Πόσα αλήθεια μπορούν να μας ψιθυρίσουν; «Τα κτίρια και τα αντικείμενα αντέχουν πιο πολύ από τον άνθρωπο που τα κατασκευάζει…
Γράφει επίσης για τις λέξεις που έχουν βαθιές ρίζες, λέξεις της σιωπής σταλάγματα, που έχουν ετυμολογία, αλλά όταν δεν τις γνωρίζουμε χάνουν το νόημά τους. Μιλά για τις χιλιάδες γλώσσες στον πλανήτη που χάθηκαν αφού κυριάρχησε η αγγλική. Και είμαστε τυχεροί στην Ελλάδα που αντέξαμε γιατί η γλώσσα είναι η ψυχή μας, που άντεξε τα 400 χρόνια σκλαβιάς, που έχουμε τους μεγάλους ποιητές μας αλλά και τη λαϊκή μας παράδοση, όπως γράφει στη σελίδα 71. Μιλά για το αυγό του φιδιού, για τον φασισμό. Δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από το βιβλίο του αφού σε όλη του τη ζωή είναι πολέμιος του. «Δηλώνετε απάτριδες οι τάχα μου δήθεν αναρχίζοντες και εκχωρείτε στους εθνικιστές φασίστες, τους τάχα μου υπερπατριώτες να βυσσοδομούν πάνω της, να την αμαυρώνουν, να την εξευτελίζουν και να γίνονται πατριδοκάπηλοι επικαλούμενοι την αρχαία Ελλάδα…Δεν είναι τυχαίο που μπήκαν στη Βουλή ούτε που υπάρχει ένας κόσμος χαμένος που τους ψήφισε. Όχι μόνο απαξίωση της πολιτικής αλλά και των κομμάτων. Αλλά κάνουν χρήση βίας ως κοινοί δολοφόνοι. Μετανάστες πρόσφυγες Παύλος Φύσσας, » γράφει στη σελίδα 73.
Μας συστήνει τη σημερινή ηρωίδα του τη Μαρία, η οποία έκανε σπίτι της το πεζοδρόμιο, στη γωνία Σπυρίδωνος Τρικούπη και Δεληγιάννη, στα Εξάρχεια. Τη Μαρία των Εξαρχείων, την άστεγη που ζει μέσα στις κούτες, που πηγαίνει στο Πεδίο του Άρεως για να καθίσει κάτω από το άγαλμα της σοφής Αθηνάς. Για τη Μαρία που τη βίασαν και της έκλεψαν τη ζωή. Θλίβεται μπροστά στο άγαλμα της Λέλας Καραγιάννη, αρχηγό της οργάνωσης Μπουμπουλίνα, που θυσιάστηκε για την ελευθερία, τα ιδανικά, για να έρθουν κάποιοι ανιστόρητοι να την αποκεφαλίσουν, αλλά και για τη Δόμνα τη Βισβίζη από τον Αίνο της Θράκης. Άγνωστη στις σελίδες της ιστορίας, στο συλλογικό υποσυνείδητο. Μια γυναίκα που έδωσε την περιουσία της, τη ζωή του αντρός και της οικογένειας της για την ελευθερία. Που έφτασε το 1824 στο Ναύπλιο πάμφτωχη, γιατί της άρπαξαν και τα τελευταία κοσμήματα που της είχαν απομείνει, και μετά από περιπέτειες της επιτρέπεται να μείνει στα δύο δωμάτια, χωρίς πόρτες και παράθυρα, που ήταν εθνικό κτήμα. Σαν να την έχει μπροστά του και να του μιλά πως την πίκρανε η λήθη. Ο Φαέθοντας νιώθει μεγάλη ενοχή που δεν τη γνωρίζει και τα βάζει «με το εκπαιδευτικό σύστημα που μας ταΐζει σκουπίδια και κουτόχορτο» όπως γράφει στη σελίδα 155. Η μνήμη είναι πολιτική πράξη όταν όλα γύρω μας ωθούν στη λήθη. Διαβάζοντας αυτό το δυνατό βιβλίο κατ’ εμέ, νιώθω πως για τον συγγραφέα, η γραφή δεν είναι απλά καταφύγιο αλλά η επιστροφή. Πιο επίπονη από την ίδια την εμπειρία, γιατί κουβαλά την επίγνωση. Με τη γραφή ο Δημήτρης Παπαχρήστος δίνει φωνή σε εκείνους και εκείνες που δεν μίλησαν. Αποκαθιστά τη σκιά, κάνει χώρο στο τραύμα, αγγίζει αυτό που έμεινε ανέγγιχτο. Όχι για να λυτρωθούμε, αλλά για να συνεχίσουμε. Γιατί κάθε αφήγηση που ξεκινά από τη μνήμη είναι και μια πράξη συλλογικής ανάκτησης. Καλοτάξιδος να είναι ο Αερόστατος!
Αυτοί οι κάποιοι είναι εντολοδόχοι του συστήματος. Για να υπάρχουν χρειάζονται εμάς ως όργανα και γρανάζια τους. Νομίζουν πως είναι ισχυροί και έχουν τοποθετηθεί στη σωστή πλευρά της ιστορίας, δεν βλέπεις, δεν ακούς …..γι αυτό και αρνούνται το τρίπτυχο ισότητα, αδελφότητα, δικαιοσύνη. Την ελευθερία την πιάνουν στο στόμα τους για να τη βρωμίζουν, ταυτίζοντας την με την ασυδοσία, την ανευθυνότητα……….» σελ 37
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι