Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
26-07-2025 21:33
Υπέρ Ενδιαφέρον, Πρωτότυπο, Ανατρεπτικό, Ευχάριστο, Γρήγορο
Κατά
Το 1973, με τη Δικτατορία στα τελειώματα, τρεις άνθρωποι ανακατεύονται με μεγάλα κι επικίνδυνα πράγματα ενώ ένα μικροσκοπικό πραματάκι θα φέρει στη ζωή τους τα πάνω κάτω! Γιατί φοβάται ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ότι θα χάσει την εξουσία; Ποιος μοιράζει προκηρύξεις γράφοντάς τες με ψευδώνυμο; Τι ξέρει η προσωπική καφετζού της συζύγου του δικτάτορα; Τι ψιθυρίζεται στους φοιτητικούς κύκλους μετά την κατάληψη της Νομικής; Τι πραγματικά συμβολίζει «της χούντας το πουλί»;
Ο Αύγουστος Κορτώ έγραψε ένα ιδιαίτερο τραγικωμικό μυθιστόρημα που, με αφορμή την απώλεια κάτι σημαντικού για τον δικτάτορα, ξεδιπλώνει τις συνθήκες ζωής εκείνης της εποχής, μας συστήνει χαρακτήρες ξεχωριστούς και ιδιαίτερους που δε διστάζουν να πάνε κόντρα στο ρεύμα ακόμη και με κίνδυνο της ζωής τους και χαρίζει στον αναγνώστη στιγμές διασκέδασης, διακριτικής σάτιρας, αιχμηρής αλήθειας και συγκίνησης. Η δικτατορία παρουσιάζεται με το βασικό της μοτίβο (βασανιστήρια από απάνθρωπα κτήνη, λογοκρισία, φόβος, δωσίλογοι και φιλοχουντικοί που αγαπούν τη θεάρεστη «εθνοσωτήριο» επανάσταση κλπ.) και ο συγγραφέας δεν καπηλεύεται αυτήν την περίοδο για να βγάλει γέλιο μέσα από σαχλά αστεία ή φαιδρότητες. Λίγες και έξυπνες ατάκες είναι αρκετές για να αναδείξουν τη ζοφερότητα της εποχής, τον παραλογισμό των επικεφαλής και τους νεκρούς που άφησε πίσω της. Μέσα σε αυτό το κλίμα βρίσκει όμως την ευκαιρία να μας συστήσει χαρακτήρες που είναι ξεχωριστοί, άκρως αληθινοί και φυσιολογικοί και, έχοντας κάτι σουρεαλιστικό ως εφαλτήριο για να έρθουν όλοι αυτοί κοντά, ξεδιπλώνονται άψογες σκηνές, ανατροπές και απρόσμενες εξελίξεις ενώ το γέλιο προκύπτει αβίαστα.
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κάνει μια τρομερή ανακάλυψη κατουρώντας καθιστός και με κλειδωμένη την πόρτα του μπάνιου. Έχασε κάτι που δεν πρέπει να μαθευτεί παραέξω και μάλιστα δεν πρέπει να βρεθεί στο έλεος γιατρών γι’ αυτό που έπαθε. Ταυτόχρονα, ο «σωτήρ της Ελλάδος», που δεν είναι ιδιαιτέρως επαρκής κι ικανός αναγνώστης, έχει βάλει σκοπό της ζωής του να βρει τον ανώνυμο αναρχικό που ξεσηκώνει τις εφημερίδες και τον κόσμο με τα κείμενά του. Από την άλλη, δυσκολεύεται να συνεργαστεί με τον Στέλιο Παττακό, έναν κρετίνο ανόητο που λέει κρύα αντικομμουνιστικά ανέκδοτα κι έχει «αντίληψη μαρμαρόπλακας». Όλα αυτά αφαιρούν σημαντική ενέργεια από τον δικτάτορα, με αποτέλεσμα ο μητροπολίτης Μαγκουφάνας να του επιστήσει την προσοχή σε μικρά γεγονότα που ίσως οδηγήσουν σε κενό εξουσίας αλλά εις μάτην. Ο Μητροπολίτης, ως στενός συνεργάτης των χουντικών, ανησυχεί τα μάλα για όσα συμβαίνουν εκείνη την περίοδο και προετοιμάζεται να φύγει με τον Θράσο του για Ιταλία. Η σύζυγος, Δέσποινα Παπαδοπούλου, δεν έχει πάρει μυρωδιά από το πάθημα του αντρός της, ο οποίος επιπλέον φοβάται να της εκμυστηρευτεί κάτι γιατί φοβάται πως είτε θα πάθει υστερία είτε θα τον σιχαθεί. Από καιρό έχουν δεχτεί την ερωτική ανομβρία μεταξύ τους αλλά η παράξενη συμπεριφορά του άντρα της βάζει τη Δέσποινα σε σκέψεις: μήπως έχει ερωμένη;
Η Αννίτσα Τομπέζη, διάσημο μέντιουμ και καφετζού, προσωπική εξομολόγος της Δέσποινας, ανακαλύπτει αυτό που έχασε ο Παπαδόπουλος στο προσκέφαλό της, τρομάζει, αναρωτιέται πώς έφτασε ως εκεί και τι θα κάνει από δω και πέρα, ειδικά όταν διαπιστώνει σε ποιον ανήκει, χάρη στις φλυαρίες της γεμάτης αγωνίας κυρα-Γιώργαινας. Μήπως κάποιος έμαθε για τα φυλλάδια και την προειδοποιεί; Ανάθεμα τα πράσινα μάτια του κατά τριάντα χρόνια μικρότερου εραστή της που την έβαλε σε μπελάδες. Είναι μια γυναίκα που δε διστάζει να απολαύσει τον έρωτα, να τον βιώσει, να τον διεκδικήσει και ξαναζεί στα στιβαρά μπράτσα του μικρότερού της φούρναρη. Είναι τυχερή όμως γιατί κι ο εραστής της την αγαπάει αληθινά και χωρίς επιφυλάξεις. Η Αννίτσα αγωνίστηκε να σταθεί στα πόδια της, μεγάλωσε μόνη της ένα παιδί και αδιαφορεί για το τι θα πει ο κόσμος: «…να κοίταζαν τη στερημένη τους ζωής, να σκάλιζαν τη στάχτη του νοικοκυριού τους, μπας κι έβρισκαν τρύπια δεκάρα που να φαντάζει λίρα» (σελ. 157-158). Παραμυθιάζει χωρίς τύψεις τις πελάτισσές της: «…οι γυναίκες που έρχονταν σπίτι της δεν ήθελαν να δουν τις αυταπάτες τους να γκρεμίζονται αλλά να γίνονται ακόμα πιο κραταιές. Κι όταν σε πληρώνουν για να τους πεις ψέματα, έχεις το δικαίωμα να τους επιβάλεις την αλήθεια;» (σελ. 128). Είναι δίκαιη, αντικειμενική και μετρημένη, πώς έφτασε όμως να γίνει η μαντάμ Αννιούσκα που τα ξέρει όλα, τα βρίσκει όλα, τα μαντεύει όλα, τα προφητεύει όλα;
Μεγάλωσε βοηθώντας την άρρωστη μητέρα της, παρατώντας το σχολείο, εξ ου και όσα περίσσευαν από τα μεροκάματα τα έδινε στα βιβλία, αφού «άνθρωποι με πολλές οκάδες μυαλό είχαν κοπιάσει να τα γράψουν». Διάβαζε τα πάντα, εύκολα και δύσκολα κείμενα, και συγκέντρωνε τον δικό της θησαυρό που δεν θα της τον κλέψει ποτέ κανένας. «Δεν υπάρχει πιο πιστή, πιο εγγυημένη συντροφιά από την τυπωμένη σελίδα», υποστηρίζει. Κι όταν έπεσε κατά λάθος στα απαγορευμένα βιβλία του Μπακούνιν, του Κροπότκιν, του Μαρξ, νέοι ορίζοντες άνοιξαν μπροστά της. Ο γιος της, ο Σίμος, τώρα έγινε κοτζαμάν γιατρός. Η μάνα του είναι μια καφετζού και χαρτορίχτρα που πουλάει κοπανιστό αέρα σε γυναίκες που γυρεύουν λίγη σιγουριά και ελπίδα μες στη ζοφερή φυλακή του νοικοκυριού κι αυτό δεν του αρέσει. Σέβεται όμως το γεγονός πως αυτή η γυναίκα τον ανέστησε ολομόναχη με αξιοπρέπεια. Παντρεμένος με τη Λίζα, που σπούδασε νοσηλευτική παρά τα όνειρα των γονιών της για να κάνει κάτι άλλο, ένα «ρόδο που ‘χε βγει από ένα κουβάρι αγκάθια, από μια φαμίλια σκάρτη κι ελεεινή». Σκοτεινός κι αιματηρός ο ρόλος των γονιών της κατά το παρελθόν, θέλει να τ’ αφήσει όλα πίσω της και αυτό το χάσμα που τους χωρίζει ξεδιπλώνεται σε απολαυστικές ατάκες της με την πατριδόπιστη, παλαιών αρχών μητέρα της, που παραμένει προσκολλημένη στον ρόλο της γυναίκας στο σπίτι και στη σωτήρια επανάσταση.
Εξίσου δύσκολα με τη δική του οικογένεια περνάει ο Δράκος, ο εραστής της Αννίτσας, που την ποθεί σαν τρελός και δε χάνει ευκαιρία να τη βλέπει και να κάνουν έρωτα. Είναι γιος δωσίλογου αλλά με καρδιά γλυκιά σαν πετιμέζι, λες και η μοίρα ήθελε να εκδικηθεί τη σκληρότητα του πατέρα του. Ο Δράκος μεγάλωσε με το βάρος των οικογενειακών κριμάτων, έγινε περίγελως στο σχολείο, η γειτονιά άλλαζε πεζοδρόμιο όταν έβλεπαν τον πατέρα του. Πόσο ανατριχιαστικά σκληρές είναι οι ιστορίες που αναπολεί ο γοητευτικός φούρναρης και πόσο επίμονα του πιπιλούσαν το μυαλό μπαμπάς και μαμά για την αλήθεια των πράξεών τους κατά την Κατοχή (έξαλλο με έκαναν). Έτσι, ο Δράκος, αποφάσισε να γίνει το αντίθετο του πατέρα του κι ας μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι με «φαρμακερή χαρά» όταν έγινε το πραξικόπημα της χούντας: «ο λεκές της Ιστορίας». Επίσης, αν κοιτάξουμε μέσα σ’ ένα κλειστό υπόγειο, θα βρούμε και τον Αργύρη τον τυπογράφο, με τη δική του τραγική ιστορία, έναν άνθρωπο παραδομένο στη ροή του χρόνου, χωρίς προσδοκίες κι όνειρα, ώσπου μια γνωριμία θα του ξαναφέρει το χαμόγελο στα χείλη και έναν σκοπό ζωής: να ρίξει τη Δικτατορία.
«Της χούντας το πουλί» είναι μια διαφορετική ματιά στο κλίμα και στην ατμόσφαιρα της Δικτατορίας του 1967-1974. Καλοσχεδιασμένη πλοκή, ενδιαφέροντες χαρακτήρες και μικρά ψήγματα αλήθειας που μαλακώνουν λίγο χάρη σε αστείες σκηνές είναι μερικά από τα θετικά γνωρίσματα ενός μυθιστορήματος που με ταξίδεψε στην τελευταία σκοτεινή περίοδο της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Ένα κείμενο με διαχρονικές αλήθειες που δημιουργούν προβληματισμό: «Η Ιστορία παίρνει την αλήθεια και τη χώνει στο στόμα της να την καταβροχθίσει -αλλά επειδή τα δόντια της είναι σάπια, την καταπίνει αμάσητη και της πέφτει βαριά και τότε η εξουσία τής φέρνει τη χρυσή λεκάνη για να ξεράσει το ψέμα» (σελ. 25). Αυτή είναι μια από τις πρώτες προκηρύξεις του αντιφρονούντα που υπογράφει με το ψευδώνυμο Γαλάζιος Αναρχικός. Πολυγραφημένα αντίτυπα τέτοιων προκηρύξεων διανέμονται κρυφά σε πανεπιστημιακά κτήρια και σε πεζοδρόμια του κέντρου της Αθήνας, αναστατώνουν την Μπουμπουλίνας, που τα τσιράκια της μαζεύουν και ξυλοκοπάνε τους σεσημασμένους αριστερούς, ανακρίνουν και ερευνούν. Ταυτόχρονα, αρχίζουν να ενοχλούνται και οι φοιτητές, αυτοί που ακούνε κρυφά Χατζιδάκι στα δώματα, που συζητάνε για ρεβιζιονισμό, Μπρέζνιεφ και Ερυθρό Σταυρό. Ποιος είναι ο Γαλάζιος Αναρχικός; Στις συζητήσεις τους μπλέκονται η αναρχία, ο κομμουνισμός, ο Τσάτσος και ο Σεφέρης, ο Φράνκο «φασίστας και δολοφόνος με δυο δράμια μυαλό» και ο Παπαδόπουλος «για τα λουριά», ερωτήσεις γεμάτες αγωνία: «-Μα να μην ξέρει ένας πώς να φτιάχνει βόμβες; -Ξέρω να φτιάχνω γεμιστά. Βολεύεσαι;» (σελ. 78) αλλά άκρη δε βγαίνει. Κι όσο μαθαίνουμε τέτοιες απόψεις, συναντάμε γυναίκες που πρωτοστατούν στην αυτοδιάθεση, καθημερινούς ανθρώπους που ανυπομονούν να γίνουν ήρωες και να ρίξουν τη χούντα, απογόνους που αγωνίζονται να ξετινάξουν από πάνω τους τον λεκέ του δωσιλογισμού κλπ. Ένα απολαυστικό σύμπαν ανθρώπων της διπλανής πόρτας και μια καλοσχεδιασμένη πλοκή με κράτησαν αιχμάλωτο ως την τελευταία σελίδα.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι