...Μπήκε στον οντά του, όταν άρχισε ήδη να γέρνει ο ήλιος. Πήρε απ’ το κρεµαστό φανάρι, που δεν το έβλεπε ποτέ το φως της µέρας, τη χορτόπιτα της Αβραµπικίνας, έφαγε µοναχά δυο µπουκιές, ήπιε µερικές γουλιές νερό, άναψε το λαδολύχναρο και ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Πολλές από τις συγκλονιστικές περιπέτειες της ζωής του είχαν γίνει σκόνη στο µυαλό του, το µόνο που παρέµεινε έντονο ήταν το αγαπηµένο του νησί, στο οποίο έφτασε πολλά χρόνια πριν µε µια παλιόβαρκα, µαζί µε τη γυναίκα του, τον Κατάκαλο και τους γονείς του. Σκεφτόταν πως κανένας από τους επιβαίνοντες δεν υπήρχε πια. Εκτός από τον σπόρο του γιου του, τον Αντώνη. Σιγά-σιγά τον πήρε ο ύπνος. Ένα µεγάλο περιπετειώδες όνειρο όλη του η ζωή, που τώρα θα έδινε τη σκυτάλη στο ταξίδι της αιωνιότητας. Η πορεία του ήλιου παρέκαµψε ήδη τον πελώριο Πύργο. Οι λιγοστές αχτίδες που έµπαιναν στο δωµάτιο απ’ το µικρό παράθυρο φώτισαν το κατάλευκο πρόσωπο του Μανώλη. Ήταν η ώρα που συνήθως ανέβαινε πάνω η Αβραµπικίνα, για να του ανεβάσει νερό και να δει τι κάνει. Τη δυνατή της κραυγή δε σταµάτησε ούτε ο όγκος του γρανιτένιου Πύργου. Αντίθετα, έγινε αντίλαλος που πέρασε πάνω απ’ τα σπίτια του χωριού κι έφτασε µακριά στον κάµπο. Πολύ θα ήθελε ν’ ακουστεί πέρα απ’ τη θάλασσα, µέχρι τη Σκόπελο, για να φτάσει το µαντάτο στ’ αυτιά του Αντώνη της. «Ο Μανώλης έφυγε, συγχωριανοί. Ο Μανώλης Κλάρας έφυγε απροσκύνητος!».
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.