Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Βαγγέλης Ραπτόπουλος, «Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα στα ζητήματα της τέχνης»

Γράφει: Λεύκη Σαραντινού

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (Αθήνα, 1959) έχει δημοσιεύσει περισσότερους από είκοσι τίτλους μυθοπλασίας, πέντε βιβλία μεταξύ χρονικού και αυτοβιογραφίας και μία συλλογή-σύνθεση με μεταφρασμένα αποσπάσματα από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Έργα του εκδόθηκαν σε ξένες γλώσσες και διασκευάστηκαν για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Μας μίλησε τηλεφωνικώς στο Bookia για το τελευταίο του έργο, «Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», το οποίο επανεκδόθηκε προσφάτως από τις εκδόσεις Κέδρος, αλλά μοιράστηκε μαζί μας και τις απόψεις του για τη συγγραφή και τον χώρο του βιβλίου γενικότερα.

Δηλώνετε στο βιβλίο σας «Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» ότι το μυθιστόρημα κατά τα τέλη του 20ου αιώνα βρισκόταν σε φάση παρακμής στην Ελλάδα. Σήμερα, που διανύουμε τις πρώτες δεκαετίες του νέου αιώνα και εκδίδεται μία πληθώρα μυθιστορημάτων στη χώρα μας, ισχύει, πιστεύετε ακόμη αυτό το συμπέρασμα;

Σήμερα βιώνουμε συνθήκες παρακμής όχι μόνο του μυθιστορήματος, αλλά και ολόκληρου του πολιτισμού και της ζωής μας. Εδώ μία χώρα όπως η Ελλάδα που είχε τόσο θαλερό τραγούδι, δεν ακούει πλέον σχεδόν τίποτε. Βγαίνουν σήμερα τόσο πολλά μυθιστορήματα, ώστε τα καλά χάνονται καταπλακωμένα από τα βουνά που σχηματίζουν τα ασήμαντα.

Υπάρχει εντούτοις και κάτι θετικό σε όλη αυτή την υπερπαραγωγή: μπορεί ο καθένας να δημοσιεύει ελεύθερα. Αλλά η παρακμή και η έκπτωση είναι παντού, όχι μόνο στο μυθιστόρημα, και φταίει γι' αυτό το χρήμα, που είναι σήμερα πια η μοναδική αξία.

Υπάρχει εντούτοις και κάτι θετικό σε όλη αυτή την υπερπαραγωγή: μπορεί ο καθένας να δημοσιεύει ελεύθερα.

Γράφετε στο βιβλίο σας ότι από τα εκατοντάδες έργα που εκδίδονται κάθε χρόνο δεν μπορεί παρά καμιά δεκαριά το πολύ να είναι τα πραγματικά καλά που θα αντέξουν στον χρόνο. Θέλετε να μας πείτε πώς ακριβώς ορίζετε εσείς το πραγματικά «καλό» βιβλίο; Είναι αυτό που έχει πρωτότυπο θέμα, που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, που είναι γραμμένο σε γλαφυρή γλώσσα, που είναι καινοτόμο ως σύλληψη και αφηγηματική τεχνική, που διαθέτει ξεκάθαρα αρχή, μέση και τέλος, κάτι απ’ όλα αυτά, ή όλα μαζί;

Η κοινωνία επιβάλλει ένα είδος υποκρισίας, μια λογοκρισία σε ό,τι λέμε και κάνουμε. Ο βαθμός ειλικρίνειας και αλήθειας που περιέχει ένα βιβλίο μπορεί να το κάνει να αντέξει στον χρόνο. Γενικά, όμως, δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια. Μυθιστορήματα με καταπληκτικές περιγραφές ακυρώθηκαν με την εμφάνιση του σινεμά και την εξάπλωση της εικόνας. Τα κριτήρια αλλάζουν ανάλογα με την εποχή.

Ο βαθμός ειλικρίνειας και αλήθειας που περιέχει ένα βιβλίο μπορεί να το κάνει να αντέξει στον χρόνο.

Όταν ήμουν μικρός όλοι διάβαζαν Κρόνιν ή και Περλ Μπακ, η οποία είχε πάρει και Νόμπελ. Σήμερα τα βιβλία τους είναι σαν να μην κυκλοφορούν καν. Και, πάντως, φαίνονται ντεμοντέ και ξεπερασμένα, υπερβολικά ουμανιστικά και συναισθηματικά, αφού ζούμε σε μια κυνική εποχή, όπου το χρήμα τα έχει εκπορνεύσει όλα.

Επίσης, τα πρώτα βιβλία του Χέρμαν Μέλβιλ, κάτι ταξιδιωτικά μυθιστορήματα, γνώρισαν τερατώδη επιτυχία. Το μείζον έργο του, το «Μόμπι Ντικ», ήταν συγκριτικά αποτυχημένο, και προς το τέλος της ζωής του δυσκολευόταν να εκδώσει. Ποιος! Ο οιονεί εθνικός μυθιστοριογράφος των ΗΠΑ.

Ή δείτε τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Το νεανικό, πρώτο του μυθιστόρημα, το «This Side of Paradise» (καθόλου τυχαία δεν ξέρω πώς έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας), υπήρξε μακράν η μεγαλύτερη επιτυχία του. Και όχι το αριστούργημά του «Τρυφερή είναι η νύχτα», που το δημοσίευσε σε ώριμη ηλικία.

Για να μην πούμε για τον δικό μας, τον Παπαδιαμάντη, ο οποίος δεν είδε ποτέ βιβλίο με δικά του γραπτά, και που ό,τι έργο του ξέρουμε είδε το φως μόνο στις εφημερίδες.

Τι είναι και τι δεν είναι καλό, τι είναι και τι δεν είναι επιτυχία, είναι ζητήματα αλλόκοτα, και σίγουρα δεν μπορείς να έχεις και πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στις αντιδράσεις του αναγνωστικού κοινού όταν πρωτοδημοσιεύονται τα λογοτεχνικά έργα.

Στον πρόλογο του βιβλίου σας γράφετε ότι οι Έλληνες αναγνώστες μπορούν να κατανοήσουν πραγματικά μονάχα τα έργα που γράφονται στη γλώσσα τους και εκδίδονται στη χώρα τους, διότι μονάχα τις ελληνικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες γνωρίζουν τόσο καλά έτσι ώστε να κατανοήσουν τις προθέσεις του συγγραφέα και το ίδιο το βιβλίο. Πιστεύετε ότι ισχύει κάτι τέτοιο;

Η αγλλοσαξονική κουλτούρα είναι κυρίαρχη στις μέρες μας. Όταν ήμουν παιδί η γαλλική είχε το πάνω χέρι διεθνώς, όχι μόνο στην Ελλάδα. Σήμερα, στο εφηβικό ανάγνωσμα, βασιλεύει το γκόθικ. Θέματα κέλτικης μυθολογίας διαβάζουν και τα Ελληνάκια. Το ζήτημα δεν είναι αν πρέπει ή δεν πρέπει να γίνεται κάτι τέτοιο. Όταν είσαι υποτελής πολιτισμικά, διαβάζεις αναγκαστικά ό,τι είναι κυρίαρχο. Το ερώτημα είναι μέχρι ποιο βαθμό το κατανοείς.

Όταν είσαι υποτελής πολιτισμικά, διαβάζεις αναγκαστικά ό,τι είναι κυρίαρχο.

Ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια κοινωνία με κέλτικες ρίζες, έχει άλλη εξοικείωση με τους δρυΐδες και με τα δικά τους ξωτικά στα δάση. Ενώ ένα παιδί από την Πελοπόννησο δεν μπορεί να επικοινωνήσει σε βάθος με ένα τέτοιο κείμενο, όσο μπορεί με ένα ελληνικό. Μολονότι, στον παγκοσμιοποιημένο σύγχρονο κόσμο, και ειδικά στις νεότερες γενιές, οι διαφορές τείνουν να εξαφανιστούν.

Εν πάση περιπτώσει, γι’ αυτόν τον λόγο ασχολήθηκα στο συγκεκριμένο βιβλίο μου μόνο με Έλληνες συγγραφείς. Και γι’ αυτό, όπως δηλώνω και στον πρόλογο, σκεφτόμουν ως εναλλακτικό τίτλο το «Μόνο Έλληνες». Κατ’ επέκταση, ούτε και τα βιβλία του Ροΐδη ή του Παπαδιαμάντη μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς σήμερα εμείς. Τουλάχιστον όχι όπως μπορούμε να κατανοήσουμε τα συμφραζόμεναστους σύγχρονους συγγραφείς μας.

Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού διαβάζει για να ξεχαστεί, ψάχνει και βρίσκει αναγνώσματα φυγής.

Δεν διαβάζουμε όμως γι’ αυτό, για να κατανοήσουμε τι μας περιβάλλει και τι ζούμε. Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού διαβάζει για να ξεχαστεί, ψάχνει και βρίσκει αναγνώσματα φυγής. Ή, αλλιώς, όσο πιο ξένο και μακρινό τού είναι ένα ανάγνωσμα, τόσο πιο ελκυστικό το θεωρεί, αφού ξεχνάει με αυτό τα προβλήματά του. Μακάρι να έψαχναν πάντα οι αναγνώστες το αληθινό, αυτό που τους καθρεφτίζει.

Ο Αλέξης Πανσέληνος διατυπώνει στο βιβλίο σας την άποψη ότι το κράτος είναι εκ φύσεως εχθρός του καλλιτέχνη. Ποια είναι η δική σας γνώμη σχετικά με τη σχέση λογοτεχνών-καλλιτεχνών και των κρατικών φορέων τέχνης και πολιτισμού;

Συμφωνώ μαζί του. Εξάλλου το ίδιο λέει και ο Ουμπέρτο Έκο, την άποψη του οποίου νομίζω ότι αναφέρω επίσης στο βιβλίο μου. Ο Έκο επιμένει ότι το κράτος είναι θεμιτό να ανακατεύεται με την Ιστορία της τέχνης, με την παράδοση και τα μουσεία, με την εκπαίδευση, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Όχι, όμως, και με τη ζωντανή τέχνη, η οποία, όταν είναι αυθεντική, οφείλει να πηγαίνει κόντρα στην εξουσία, να είναι απείθαρχη και ατίθαση.

Δεν μπορούν εκπρόσωποι του κράτους να αποφασίζουν ποιο έργο θα βραβεύσουν, διότι τα κριτήριά τους είναι εκ των πραγμάτων στενόμυαλα και συντηρητικά.

Δεν μπορούν εκπρόσωποι του κράτους να αποφασίζουν ποιο έργο θα βραβεύσουν, διότι τα κριτήριά τους είναι εκ των πραγμάτων στενόμυαλα και συντηρητικά. Φαντάζεστε μια επιτροπή διορισμένη από το κράτος της Δεξιάς αμέσως μετά τον Εμφύλιο να βραβεύει ένα μυθιστόρημα που έπαιρνε θέση υπέρ της ηττημένης Αριστεράς;

Ή, για να έρθουμε στο σήμερα, δεν μπορεί μια επιτροπή που ορίζει το υπουργείο Πολιτισμού να βραβεύσει ένα λογοτεχνικό έργο το οποίο ζωντανεύει, χωρίς να τους καταδικάζει, ένα βαποράκι μαριχουάνας και χασίς ή έναν χρήστη ηρωΐνης ― για να μείνουμε στα ναρκωτικά. Ή να βραβεύσει ένα μυθιστόρημα σαν τη δική μου «Λούλα», φέρ' ειπείν, που είναι μεταξύ άλλων καικαθαρόαιμη πορνογραφία.

Δεν λέω ότι είναι εξορισμού σημαντικά παρόμοια βιβλία, μπορεί να είναι και για πέταμα. Λέω ότι δεν είναι εύκολο το πορνό να πάρει κρατικό βραβείο, ή ένας δήμαρχος, οι αρχές μιας πόλης να τιμούν έναν πορνογράφο. Θα βραβεύσουν, αντιθέτως, κάποιον που είναι συμβατός με τις αποστειρωμένες φιέστες που οργανώνει μια δημοτική αρχή. Υπάρχει σε όλα αυτά, και στα υπουργεία και στις επιτροπές, ένα κούμπωμα κι ένας καθωσπρεπισμός, κάτι αποξηραμένο, μια νεκροφιλία.

Τώρα, όταν πεθάνει ένας καλλιτέχνης, και περάσουν χρόνια, και γίνει, ας πούμε, μούμια αιγυπτιακή, του Φαραώ, τότε άνετα μιλούν όλοι επαινετικά. Όπως έγινε, για παράδειγμα, με τον «καυλοπυρέσσοντα» Ανδρέα Εμπειρίκο, που δεν μπορούσε να δημοσιεύσει όσο ζούσε τον «Μεγάλο Ανατολικό». «Πολλά κείμενά μου δεν έχουν εκδοθεί. Λόγω ελευθεροστομίας. Ενοχλούνται τα καλώς κείμενα ώτα», έτσι το έθετε επί λέξει ο μακαρίτης.

Τώρα, όταν πεθάνει ένας καλλιτέχνης, και περάσουν χρόνια, και γίνει, ας πούμε, μούμια αιγυπτιακή, του Φαραώ, τότε άνετα μιλούν όλοι επαινετικά.

Και έπρεπε να παρέλθουν δεκαπέντε χρόνια από τον θάνατό του για να δημοσιευτεί το αχανές αυτό πορνογράφημα, και να φτάσει στο σημείο να θεωρείται σήμερα, αν θεωρείται, κλασικό ανάγνωσμα. Επειδή, βεβαίως, και πάλι δεν μπαίνει στα σχολεία, με τόσες βωμολοχίες που περιέχει: «χύνω» με κεφαλαία και τρία θαυμαστικά, κι ένα σωρό άλλα αθυρόστομα ερωτόλογα.

Όσο όμως ένας τέτοιος καλλιτέχνης ζει και η παραγωγή του ενοχλεί, είναι φυσικό να τον εχθρεύονται η εξουσία και το κράτος.

Πιστεύετε κι εσείς ότι η Νεοελληνική Λογοτεχνία αντιμετωπίζει πρόβλημα θεματολογίας, όντας προσκολλημένη στον «μικροαστισμό» μας, όπως μας λέει ο λογοτέχνης Γιώργος Ζαρκαδάκης;

Μικροαστική χώρα είμαστε, για μικροαστικά θέματα γράφουμε, είναι φυσικό. Η μικροαστική νοοτροπία, από τη θεματολογία μέχρι το ύφος, μπορεί όντως να περιορίσει έναν συγγραφέα, να τον εμποδίσει να πραγματοποιήσει μακρινές πτήσεις και άλματα σε ύψος. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει για όλους τους λογοτέχνες μας και για όλα τα έργα.

Μικροαστική χώρα είμαστε, για μικροαστικά θέματα γράφουμε, είναι φυσικό.

Δείτε τις μείζονες συνθέσεις των μεγάλων ποιητών μας, που διαπραγματεύονται το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας, από τη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου ως το «Άξιον εστί» του Ελύτη ― μόνο μικροαστικό δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το περιεχόμενό τους.

Πράγμα που ισχύει απολύτως και για τα σπουδαία έργα της πεζογραφίας μας, από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη και τον «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα ως τον «Ζορμπά» του Καζαντζάκη, «Το 10» του Καραγάτση και «Το κιβώτιο» του Αλεξάνδρου.

Η ψυχή και η φαντασία ενός δημιουργού δεν γνωρίζουν όρια και μπορούν κάλλιστα να είναι όσο φιλόδοξες και υψιπετείς θέλουν.

Είναι γνωστό ότι ελάχιστοι συγγραφείς μπορούν να βιοπορισθούν εξολοκλήρου από τη συγγραφή, ιδιαίτερα στη χώρας μας. Τελικά ένας συγγραφέας ο οποίος ασχολείται και με άλλα πράγματα και έχει μία εντελώς διαφορετική εργασία προκειμένου να βιοπορίζεται, είναι ευνοημένος από άποψη συγγραφικών ερεθισμάτων ή αδικημένος από άποψη χρόνου σε ό,τι αφορά το κομμάτι της συγγραφής;

Το θέμα με απασχολούσε πολύ τότε που έγραφα τη «Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» κι έπαιρνα συνεντεύξεις από τους δόκιμους, τότε, πεζογράφους, όπως ο Φραγκιάς, ο Βαλτινός και ο Νόλλας. Προφανώς, επειδή ήμουν στο ξεκίνημά μου, και με προβλημάτιζε τι πρέπει να κάνω και ο ίδιος.

Τώρα που πλησιάζω κι εγώ στη δύση του βίου μου, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τελικά έζησα για χρόνια από τα γραπτά μου, βλέπω ότι δεν υπάρχει μόνο μία απάντηση. Κατ’ αρχάς είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Άλλος, για να μπορεί να γράφει, θέλει μια διαφορετική δουλειά, άλλος ψάχνει μια συναφή εργασία.

Άλλος, για να μπορεί να γράφει, θέλει μια διαφορετική δουλειά, άλλος ψάχνει μια συναφή εργασία.

Εξαρτάται και από τις κοινωνικές συνθήκες. Όταν ξεκινούσα, τη δεκαετία του '80, είχε μόλις βγει το ΠΑΣΟΚ και είχαν πέσει πολλά λεφτά και στον χώρο του πολιτισμού. Έκανα, θυμάμαι, μια εκπομπή για το βιβλίο στο κρατικό ραδιόφωνο και αμοιβόμουν σαφώς περισσότερο από έναν μεροκαματιάρη.

Παλαιότερα, πάλι, όσοι έγραφαν ήταν κατά κύριο λόγο γόνοι πλούσιων οικογενειών. Δεν μπορούσε ο γιος ενός εργάτη να διανοηθεί ότι θα ασχοληθεί με την ποίηση ή την πεζογραφία. Σίγουρα, όμως, αν ο καλλιτέχνης ή ο λογοτέχνης παίρνουν χρήματα από το κράτος, αυτό θα τους ωθήσει σε έναν κομφορμισμό, σε μια αυτολογοκρισία.

Δεν μπορούσε ο γιος ενός εργάτη να διανοηθεί ότι θα ασχοληθεί με την ποίηση ή την πεζογραφία.

Επίσης, είναι βέβαιο ότι όσο μπορεί να σε φθείρει μια άσχετη δουλειά, άλλο τόσο μπορεί να σε φθείρει και το να δουλεύεις σε μια εφημερίδα, στομώνοντας εντέλει από την κατάχρηση το γλωσσικό εργαλείο σου. Άσε που, όπως μπορεί να σε διαλύει μια άσχετη δουλειά, άλλο τόσο και με το να είσαι απασχολημένος διαρκώς με κείμενα, μπορεί να μην έχεις μετά μυαλό και καρδιά για να γράψεις.

Εξαρτάται από τον άνθρωπο, αλλά και από το είδος που καλλιεργείς. Ο μυθιστοριογράφος χρειάζεται πολύ περισσότερες εργατοώρες αφιερωμένες στο γράψιμο, σε σύγκριση με έναν διηγηματογράφο ή έναν ποιητή.

Πόσο «υποκειμενική» και «αντικειμενική» είναι τελικά μία κριτική, πείτε μας την άποψή σας κι εσείς ως «κριτικός» λογοτεχνίας, αν και ξέρω ότι δεν σας αρέσει να σας αποδίδουν αυτή την ιδιότητα!

Μα δεν είμαι κριτικός, τουλάχιστον αντικειμενικός, όπως διατείνονται ότι προσπαθούν να είναι οι επαγγελματίες κριτικοί, ή αλλιώς οι κριτικοί που «τους αρέσει να τους αποδίδουν αυτή την ιδιότητα», όπως το θέσατε. Και δεν είμαι, απλώς, υποκειμενικός στις κρίσεις μου, αλλά προκατειλημμένος.

Και δεν είμαι, απλώς, υποκειμενικός στις κρίσεις μου, αλλά προκατειλημμένος.

Κατά τη γνώμη μου, οι δημιουργοί οφείλουν να είναι προκατειλημμένοι. Όταν κρίνω έργα άλλων, στην πραγματικότητα μιλάω για τα δικά μου. Είμαι πολύ απασχολημένος με τα δικά μου, πολύ χωμένος μέσα σε αυτά, για να μπορέσω να πλησιάσω χωρίς προκαταλήψεις τα ξένα έργα.

Προς το τέλος της ζωής του, ο Τολστόι δημοσίευσε ένα σύντομο δοκίμιο όπου αποδοκιμάζει, για να μην πούμε ότι κατακρεουργεί ως δημιουργό τον Σαίξπηρ. Αυτό δεν σημαίνει ότι είχε δίκιο ο Τολστόι (ή ο Σαίξπηρ), αλλά ότι ο Τολστόι βάζει στο κρεβάτι του Προκρούστη τον Σαίξπηρ και τον κρίνει μιλώντας κατ’ ουσίαν για τα δικά του έργα.

Ο Τολστόι χρειάζεται χίλιες σελίδες, στην «Άννα Καρένινα», για να σκοτώσει ένα μόνο πρόσωπο: την ηρωΐδα του, που αυτοκτονεί. Ενώ ο ο Σαίξπηρ μέσα σε σαράντα σελίδες, στον «Μάκβεθ», αραδιάζει καμιά εκατοστή πτώματα. Μπορείτε να καταλάβετε για τι αβυσσαλέα διαφορά δημιουργικής ιδιοσυγκρασίας μιλάμε. Αναπόφευκτα ο Τολστόι θα θεωρεί τον δημιουργό του «Βασιλιά Ληρ» παρακατιανό.

Ε, αφού το έκανε ο Τολστόι, που ήταν τιτάνας, να μην το κάνω κι εγώ, στον μικρό βαθμό που μου αναλογεί; Γι’ αυτό λέω ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου αντικειμενικό κριτικό, και μου φαίνεται πραγματικά αστείο να αυτοαποκαλείται κάποιος αντικειμενικός. Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα στα ζητήματα της τέχνης. Η αντικειμενικότητα απαιτεί ολύμπια αταραξία, και τέτοια έχουν μόνο οι θεοί.

Η αντικειμενικότητα απαιτεί ολύμπια αταραξία, και τέτοια έχουν μόνο οι θεοί.

Από την άλλη, τυχαίνει συχνά να περνάμε καλά με κάποια γραπτά, να τα απολαμβάνουμε, παρότι έχουν λάβει αρνητικές κριτικές. Όπως συμβαίνει και το αντίθετο: ακούμε τα καλύτερα για ένα βιβλίο, εμείς όμως δεν το αντέχουμε.

Εν ολίγοις, δεν αρκεί να σου έχουν εξυμνήσει ένα βιβλίο, αν εσύ το βαριέσαι ή δεν σου αρέσει. Η κριτική προσέγγιση γίνεται με τη λογική, με τη συνειδητή μας πλευρά. Τα έργα τέχνης, όμως, τα δημιουργούμε και τα απολαμβάνουμε προπαντός με το ασυνείδητο, το οποίο παίζει στην περίπτωση αυτή τον μεγαλύτερο ρόλο.

Θεωρείτε ότι η υπερβολική φιλολογική ανάλυση ενός βιβλίου καταστρέφει πράγματι τη χαρά της ανάγνωσης και τις όποιες «κρυφές ανακαλύψεις» μπορεί να περιέχει ένα βιβλίο;

Αν κάποιος δεν μπορεί να ευχαριστηθεί την ανάγνωση ενός βιβλίου επειδή το αναλύει ως κριτικός, αυτό σημαίνει ότι έχει κάποιο πρόβλημα, για να μην πούμε ότι πιθανότατα δεν μπορεί να ευχαριστηθεί κι άλλα πράγματα στη ζωή.

Σαν να λέμε ότι ένας γυναικολόγος, επειδή εξετάζει τα γυναικεία γεννητικά όργανα και μπορεί να τα αναλύσει, να τα ανατάμει, επειδή είναι σε θέση να ξέρει πώς ακριβώς λειτουργούν, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί το σεξ με τη γυναίκα του.

Κάποιος που αναλύει από θεωρητικής πλευράς τα έργα, που είναι κριτικός της λογοτεχνίας, αν δεν μπορεί να τα απολαύσει μετά, πάει να πει ότι έχει ένα είδος αναπηρίας. Οφείλει, όπως και να 'χει, να μη χάνει τη δυνατότητα της απόλαυσης.

Εξάλλου, η απόλαυση στην τέχνη είναι πρωτεύον ζήτημα. Η τέχνη δεν είναι μάθημα, σχολικό ή πανεπιστημιακό, για να τη μελετήσεις. Πρέπει να μπορείς να περάσεις καλά με ένα έργο τέχνης, δεν έρχεσαι σε αυτό επειδή πρέπει, μόνο και μόνο επειδή σου λέει μια κριτική ότι είναι σημαντικό και υψηλό και ωραίο.

Ως αναγνώστης δίνετε δεύτερη ευκαιρία σε έναν συγγραφέα του οποίου κάποιο βιβλίο που διαβάσατε δεν σας άρεσε; Θεωρείται ότι είναι λογικό να μην είναι όλα τα έργα του ίδιου συγγραφέα το ίδιο αξιόλογα;

Και πάλι, εξαρτάται. Σε αυτήν τη συνέντευξη, όλο το ίδιο λέω. Εξαρτάται από τον συγγραφέα. Υπάρχουν συγγραφείς που σε όλα τα έργα τους είναι υποδειγματικοί και ανοίγουν δρόμους. Και άλλοι που λέμε ότι τα διηγήματά τους φυσάνε, ας πούμε, αλλά το μυθιστόρημα τυχαίνει να μην είναι το φόρτε τους. Και αντιστρόφως.

Άλλος, πάλι, είναι το ίδιο καλός και στα δύο, όπως ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, για παράδειγμα. Δεν νομίζω, δηλαδή, ότι μπορεί να πει κανείς ότι τα διηγήματά του είναι χειρότερα από τα μυθιστορήματα ή τις νουβέλες του.

«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» και «Ίχνη από αίμα σου πάνω στο χιόνι» (ένα αριστουργηματικό διήγημά του από τα «Δώδεκα περιπλανώμενα διηγήματα»). Δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε αυτά τα τρία, είναι όλα τους διαμάντια.

Υπάρχουν κάποιοι που μόνο σε ένα είδος ευδοκιμούν, και άλλοι που και οι επιφυλλίδες τους στις εφημερίδες λάμπουν. Ο Κάφκα είναι αξεπέραστος ακόμη και στα ημερολόγιά του. Εξαρτάται από το ταλέντο και την ικανότητα, από τις δυνατότητες και το διαμέτρημα ενός δημιουργού.

Ο Κάφκα είναι αξεπέραστος ακόμη και στα ημερολόγιά του.

Κύριε Ραπτόπουλε, σας ευχαριστώ ολόθερμα!

Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ. Καλή ζωή και καλά γραπτά!

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα