Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Λευτέρης Μπούρος, απαντάει στις 7 ερωτήσεις της Μαργαρίτας Αλευρίδη
Διαφ.

Γράφει: Μαργαρίτα Αλευρίδη

Ο Λευτέρης Μπούρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989 και μεγάλωσε στο Αγρίνιο. Το 2014 αποφοίτησε από τη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ του ΕΜΠ και από τότε ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Διηγήματά του έχουν βραβευτεί και εκδοθεί σε συλλογικούς τόμους. Η πρώτη προσωπική του συλλογή με ιστορίες μυστηρίου, Ερασιτέχνες Δολοφόνοι (Εκδόσεις Πηγή), κυκλοφόρησε το 2018. Ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2018 από το λογοτεχνικό περιοδικό Κλεψύδρα. Η τριλογία του με τον τίτλο Drifter κυκλοφορεί από τις εκδόσεις BELL.

Λευτέρης Μπούρος, Drifter, Εκδόσεις Bell

Το Drifter διαβάζεται απνευστί, λόγω του καλοστημένου page turner αφηγηματικού σου μηχανισμού. Θα ήταν όμως άδικο να σταθεί κάποιος μόνο σε αυτό, βάζοντας ίσως σε δεύτερη μοίρα την επιδεξιότητα με την οποία έχεις διαστασιολογήσει τους ήρωές σου. Θα μπορούσα να υποθέσω πως αυτοί προηγήθηκαν της ιστορίας. Δηλαδή, πως πρώτα κατασκεύασες τους χαρακτήρες και μετά έψαξες την ιστορία που θα τους εντάξεις. Είναι έτσι;

Αρχικά, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω θερμά για το βήμα και για τις ωραίες ερωτήσεις σου. Τώρα, μιλώντας για τους χαρακτήρες του πρώτου μέρους του Drifter… μάλλον ήταν περισσότερο δημιουργήματα παράλληλης διαδικασίας. Κάποιοι από τους χαρακτήρες προϋπήρχαν στο μυαλό μου (για παράδειγμα ο φορτηγατζής «Φούσκας», μοιάζει επικίνδυνα με έναν παιδικό μου φίλο και ο αφηγητής έχει κάπως "ύποπτες" ομοιότητες με ορισμένες δικές μου εμπειρίες) και κάποιοι άλλοι προέκυψαν κατά τη θεμελίωση της ιστορίας (όπως ο αστυνόμος Ρήγας, ο οποίος σε ολόκληρη την τριλογία αποτελεί ουσιαστικά τον ανταγωνιστή του κεντρικού μας ήρωα). Σε γενικές γραμμές πάντως, νιώθω ότι τόσο ως συγγραφέα όσο και ως αναγνώστη με συναρπάζει πολύ περισσότερο η φωνή ενός ιδιαίτερου ήρωα, τα πάθη του, τα κίνητρά του, παρά η πολυπλοκότητα ή η πρωτοτυπία της εκάστοτε ιστορίας.

Ο πρωταγωνιστής σου είναι ένας αντιήρωας. Οι αντιήρωες είναι ούτως ή άλλως συμπαθείς στον αναγνώστη, και ως εκ τούτου τον κερδίζουν εύκολα. Στο δικό σου κείμενο και παρόλο που ως επί το πλείστον επιλέγεις την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δεν ποντάρεις στην ευκολία μιας φλύαρης και συναισθηματικά φορτισμένης περιγραφής του ψυχισμού του Στράτου, εκβιάζοντας έτσι τη συγκίνηση, αλλά αφήνεις να προκύψει ολόκληρο το συναισθηματικό του φάσμα μέσα από μια φαινομενικά ουδέτερη καταγραφή απλοϊκών σκέψεων ή πράξεων, οι οποίες θα μπορούσαν να περάσουν ακόμα και απαρατήρητες. Πιστεύεις πως αυτή η τεχνική εξασφαλίζει ένα πιο στιβαρό και άρτιο αποτέλεσμα ως προς το βάθος και τα επίπεδα ανάγνωσης ενός χαρακτήρα;

Υποθέτω πως ναι, έτσι είναι. Σίγουρα πιστεύω ότι η απάντηση στην ερώτησή σου κρύβεται στη λέξη "αληθοφάνεια". Γενικότερα, έχω την εντύπωση ότι οι απαντήσεις σε σχεδόν όλες τις ερωτήσεις που έχουν να κάνουν με τη στιβαρή και άρτια παρουσίαση μια ιστορίας, κρύβονται στην αληθοφάνεια. Για να διευκρινίσω κάπως, ας πω το εξής: Ο εκάστοτε συγγραφέας – είτε χρησιμοποιεί πρωτοπρόσωπη είτε τριτοπρόσωπη αφήγηση – θα πρέπει να είναι συνεπής αναφορικά με την οπτική του γωνία. Στο DRIFTER, η οπτική γωνία του αφηγητή ένιωσα ότι δεν μου άφηνε κανένα περιθώριο για διαφορετική παρουσίαση των γεγονότων. Εάν για παράδειγμα υπήρχαν περισσότερες λογοτεχνικές αναφορές, συναισθηματικά κρεσέντα, ή ακόμη και σοβαροφανής στάση απέναντι στα γεγονότα, θα ήταν σαν να προσπαθούσα να ξεγελάσω τον αναγνώστη - σαν να τράβαγα την καρέκλα κάτω από τα πόδια του επιλεγμένου αφηγητή μου, σαν να τον εξέθετα ως ασυνεπή. Όλα αυτά ίσως μοιάζουν με λεπτομέρειες, μα είναι σημεία που συνήθως πετούν τους έμπειρους αναγνώστες έξω από τον ρυθμό της αφήγησης.

Λευτέρης Μπούρος, Drifter, Εκδόσεις Bell

Διαβάζω στο οπισθόφυλλο πως το Drifter είναι μια ιστορία αστικής αλητείας μέσα από τα μάτια ενός άσκοπα περιφερόμενου. Στο κείμενό σου παρατηρώ πως τα πρόσωπα είναι εγκλωβισμένα στις συνθήκες τους, αποτυπώνοντας έτσι τις παθογένειες των σύγχρονων κοινωνιών, με βασικότερη εκείνη της περιθωριοποίησης. Κάπου αναφέρεις τα λόγια του Jean Claude Izzo, ότι τη λέχρα την έχει κανείς μέσα στο βλέμμα με το οποίο κοιτάζει τους άλλους. Πιστεύεις πως είμαστε ο τρόπος που κοιτάζουμε τους άλλους;

Ναι, το πιστεύω απόλυτα. Αλλά επειδή – μάλλον συμφωνούμε ότι - αυτό είναι και κάπως υποκειμενικό, θα αρκεστώ μόνο να αναφέρω το εξής: Τα τελευταία 15 χρόνια ήμουν αρκετά τυχερός ώστε να καταπιαστώ με πολλές και διάφορες δουλειές. Συνεργάστηκα με ανθρώπους από ποικίλα κοινωνικά φάσματα, από διαφορετικές χώρες, με διαφορετικές αντιλήψεις και κοσμοθεωρίες. Με στελέχη πολυεθνικών, με αγρότες, με ιδιοκτήτες εστιατορίων και ξενοδοχείων, με σερβιτόρους, με φοιτητές, με ξεναγούς, με μετανάστες από το Μπαγκλαντές που δούλευαν σε υπόγεια για 2 ευρώ την ώρα. Ε, λοιπόν, είναι στα αλήθεια εντυπωσιακό το που μπορεί κανείς να βρει τη λέχρα και - απεναντίας - που μπορεί να ανακαλύψει έναν πολύ καλό φίλο.

Ο μέσος αναγνώστης δεν έχει τα βιώματα των ηρώων σου. Παρόλα αυτά, φτάνοντας στην τελευταία σελίδα η αίσθηση που μένει είναι εκείνη μιας ρεαλιστικής και όχι απλά αληθοφανούς ιστορίας. Με ποιο τρόπο ένας συγγραφέας μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο;

Αυτό είναι κάτι που είχε απασχολήσει πολύ κατά τη συγγραφή. Όντως, οι παράνομες δραστηριότητες, οι δολοφονίες, οι δολοπλοκίες και οι ήρωες που παίρνουν το νόμο στα χέρια τους είναι για τους περισσότερους (και για εμένα, ασφαλώς) γεγονότα εκτός της καθημερινότητας. Στο Drifter, για να επιτευχθεί η αληθοφάνεια ακολούθησα δυο βασικούς κανόνες:

Γράψε για αυτά που ξέρεις.
Προσπάθησε να καμουφλάρεις τα υπόλοιπα.

Η εφαρμογή του πρώτου κανόνα, είναι η προφανής: Ο ήρωάς μου κινείται σε μέρη που γνωρίζω καλά, εργάζεται σε δουλειές που έχω κάνει, αγαπάει με πάθος (ποιος δεν έχει αγαπήσει με πάθος, άλλωστε;) και, όταν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο αποφεύγει τους ηρωισμούς, και αντιδρά όπως θα αντιδρούσε και ο μέσος αναγνώστης στη θέση του. Από την άλλη πλευρά, το καμουφλάρισμα των άγνωστων πτυχών, δεν είναι και τόσο εύκολο. Πιστεύω πάντως ότι στο Drifter επιτυγχάνεται με έναν συνδυασμό έρευνας, φαντασίας, και εγκαθίδρυσης των σωστών "συμβάσεων" με τον αναγνώστη. Για παράδειγμα, όταν ο αφηγητής πιάνει όπλο για πρώτη φορά, δηλώνει ότι δεν ξέρει πως να το χρησιμοποιεί∙ όταν τρέχει για να σώσει τη γυναίκα της ιστορίας τρέμει από το φόβο του, όταν η κάθαρση έρχεται τελικά - στο φινάλε της τριλογίας - ο αφηγητής μας δεν έχει μεταμορφωθεί ξαφνικά σε κάποια ηρωική καρικατούρα, δεν έχει αλλάξει ριζικά, μα παραμένει αληθινός, πιστός στις συμβάσεις με τον αναγνώστη και με τα όρια που του έχουν τεθεί εξ αρχής.

Λευτέρης Μπούρος, Drifter, Εκδόσεις Bell

«Ήμουν εντελώς ανενημέρωτος για φόρους, πολιτική, προγνώσεις καιρού και όλα τα συναφή», λέει ο Στράτος, όντας μόλις εικοσιπέντε ετών. Θεωρείς πως αυτού του είδους η αποστασιοποίηση ενός νέου ανθρώπου δηλώνει αντίδραση στο κοινωνικό πλαίσιο ή αποτελεί παρενέργεια αυτού;

Θα ήθελα να πιστεύω ότι αποτελεί παρενέργεια που μπορεί να ανατραπεί – πολύ φοβάμαι όμως ότι για πολλούς νέους δεν είναι άλλο από μια αυτοκαταστροφική αντίδραση.

Ο ήρωάς σου αυτοσαρκάζεται περιγράφοντας τον εαυτό του ως έναν γελοίο ακροβάτη μεταξύ αεργίας, παρανομίας και λαγνείας, καταδικασμένο να πεθάνει από τα πιο ωραία πράγματα της ζωής. Ο Στράτος παλεύει να βγει από την αδράνειά του με έναν μυθιστορηματικό τρόπο. Αυτός είναι ο λόγος που παρά τον κυνισμό του παραμένει ρομαντικός;

Ρομαντικός; Τι ωραίος χαρακτηρισμός! Ομολογώ ότι δεν τον είχα σκεφτεί καθόλου έτσι και σίγουρα δεν είχα στο μυαλό αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα όταν δημιουργούσα το ψυχογράφημά του. Σήμερα, όταν σκέφτομαι τον Στράτο Μαύρο δεν μπορώ παρά να ανακαλέσω ήρωες που χαράχτηκαν βαθιά μέσα μου, πριν τη δημιουργία του. Τον Χόλντεν Κόλφολντ φερ’ ειπείν, που θεωρούσε σχεδόν όλους τους μεγαλύτερούς του κάλπικους. Τον μπεκρή Χένρι Τσινάσκι, που αγαπούσε τις γυναίκες με πάθος και που δημιουργούσε ποίηση μέσα απ’ τον κυνισμό. Τον Συμεών Πιερτζοβάνη, που δρούσε πάντοτε καθοδηγούμενος από την ηθική του και απ’ την αγάπη του για τα πάθη του, και που απλώς ήθελε να τον αφήσουν ήσυχο.

Μόλις έχει εκδοθεί το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας του Drifter, με την οποία απέδειξες πως οι αστυνομικές ιστορίες μπορούν να έχουν λογοτεχνικό πρόσημο. Έχεις σκεφτεί να ασχοληθείς με το αμιγώς κοινωνικό μυθιστόρημα;

Συνηθίζω να το λέω χαριτολογώντας όταν μιλάω για το Drifter – αλλά είναι αλήθεια: Όταν ξεκίνησα να γράφω το Drifter δεν είχα σκοπό να γράψω αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο σκοπός μου ήταν να διασκεδάσω με την ιστορία μου, να δώσω υπόσταση στον εκρηκτικό αφηγητή που ψιθύριζε στο μυαλό μου, να μιλήσω για πράγματα που με προβληματίζουν, να προσφέρω ένα φόρο τιμής στα φοιτητικά μου χρόνια, στην υπέροχη δεκαετία που έζησα στου Ζωγράφου – όπου και εκτυλίσσεται η ιστορία.  Η αστυνομική πλοκή ήταν μονάχα το περιτύλιγμα – είχα κατά νου ότι οι αναγνώστες αγαπούν να ακούν ιστορίες, να βλέπουν το αίμα, να οσμίζονται τη δράση -  στην τελική, ποιος αναγνώστης ενδιαφέρεται για τους πραγματικούς προβληματισμούς που έχει ο κάθε άσημος συγγραφέας στο μυαλό του;

Τώρα βέβαια που ολοκληρώθηκε το Drifter, σκοπεύω ασφαλώς να πειραματιστώ. Και έτσι όπως το βλέπω, υπάρχει ένα αμιγώς κοινωνικό μυθιστόρημα στην επόμενη στροφή, που περιμένει να το γράψω.

Σε ευχαριστώ πολύ!

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα